ὁμοῆλιξ

ὁμοθάλαμος

ὁμοθαμνέω-ῶ
ὁμο·θάλαμος, ος, ον [ᾰᾰ] qui habite la même chambre, la même demeure, Pd. P. 11, 4.
Étym. ὁμ. θάλαμος.