ὁμόθηρος

ὁμόθριξ

ὁμόθρονος
ὁμό·θριξ, -τριχος (ὁ, ἡ) [ῐχ] dont la chevelure ou le poil sont semblables, Sophr. (D. Phal. § 151).
Étym. ὁμ. θρίξ.