Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὁμοτρόπως
ὁμοτροφία
ὁμότροφος
ὁμοτροφία,
ας
(
ἡ
) nourriture prise en commun,
Jos.
A.J.
18, 6, 1
.
Étym.
ὁμότροφος
.