Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὁμότρητος
ὁμοτροπία
ὁμότροπος
ὁμοτροπία,
ας
(
ἡ
) conformité de goûts, de mœurs
ou
de genre de vie,
DH.
4, 28
.
Étym.
ὁμότροπος
.