ὁμούριος

ὅμουρος

ὁμοφεγγής
ὅμ·ουρος, ος, ον, ion. c. ὅμορος, Hdt. 1, 134 ; 4, 125 ; DP. 435 ; avec le dat. Hdt. 1, 57 ; 2, 65, etc.