ὁμοήθεια

ὁμοήθης

ὁμοῆλιξ
ὁμο·ήθης, ης, ες, qui a les mêmes mœurs ou le même caractère, Plat. Gorg. 510c ; Arstt. Nic. 8, 13 ||
Cp. -έστερος, Arstt. Nic. 8, 14.
Étym. ὁμ. ἦθος.