ὁμηγερής

ὁμηγυρής

ὁμηγυρίζομαι
ὁμ·ηγυρής, ής, ές [] c. le préc. Nonn. Jo. 18, 40, etc. ||
E Dor. ὁμαγυρής [] Pd. P. 11, 8.
Étym. ὁμός, ἀγορά.