ὁμωνυμέω-ῶ

ὁμωνυμία

ὁμωνύμιος
ὁμωνυμία, ας () []
1 similitude de nom, Plut. M. 427 ||
2 sens ou mot équivoque, Arstt. Soph. el. 4, 5, etc. ; p. opp. à συνωνυμία, Arstt. Rhet. 3, 2, 7 ||
E Ion. -ίη, Anth. 7, 628.
Étym. ὁμώνυμος.