Ὁπλεύς

ὁπλέω-ῶ

ὁπλή
ὁπλέω-ῶ, préparer, apprêter, Od. 6, 73 ||
E Act. seul. impf. ὥπλεον, Od. 6, 73.
Étym. ὅπλον.