ὁπλιστέον

ὁπλιστής

Ὁπλιστίας
*ὁπλιστής, dor. ὁπλιστάς, ᾶ, adj. m. qui sert d’équipement ou d’armure, Anth. 7, 230.
Étym. ὁπλίζω.