ὁπλιτεία

ὁπλιτεύω

ὁπλίτης
ὁπλιτεύω :
1 servir dans les hoplites, Thc. 6, 91 ; Xén. An. 5, 8, 5, etc. ||
2 commander des hoplites, Thc. 8, 73.
Étym. ὁπλίτης.