ὁπλομαχητική

ὁπλομαχία

ὁπλομαχικός
ὁπλομαχία, ας () [μᾰ]
1 combat avec des armes pesantes, Plat. Leg. 813e ||
2 l’art de combattre avec des armes pesantes, Xén. An. 2, 1, 7.
Étym. ὀπλομάχος.