ὁπλοφορέω-ῶ

ὁπλοφόρος

ὁπλοφυλάκιον
ὁπλο·φόρος, ος, ον, qui porte des armes, armé, Eur. Ph. 789, etc. ; Xén. Cyr. 5, 4, 27, etc. ; particul. c. δορυφόρος, Xén. Hier. 2, 8.
Étym. ὅπλ. φέρω.