ὁπλοποιΐα

ὁπλοποιϊκή

ὁπλοποιός
ὁπλοποιϊκή, ῆς () (s. e. τέχνη) l’art de fabriquer des armes, métier d’armurier, Plat. Pol. 280d.
Étym. ὁπλοποιός.