ὁποιοσποτοῦν

ὁποιοστισοῦν

ὁποιότης
ὁποιοσ·τισ·οῦν, τισοῦν, τιοῦν, gén. ὁποιουτινοσοῦν, Xén. Cyr. 2, 4, 10, acc. fém. ὁποιαντινοῦν, Lys. 130, 37, c. ὁποιοσοῦν.
Étym. ὁποῖος, τις, οὖν.