ὁπωσοῦν

ὅπωσπερ

ὁπωστιοῦν
ὅπωσ·περ, adv. de même que, Soph. Aj. 1179, etc. ||
E Ion. ὅκωσπερ, Hdt. 9, 120.
Étym. ὅπως, περ.