ὑαλικός

ὑάλινος

ὑαλῖτις
ὑάλινος, η, ον [ᾰῐ] fait de verre, Ar. Ach. 74 ; Damocr. (Gal. 14, 99) ; Paus. 2, 27, 3 ; Luc. V.H. 1, 42.
Étym. ὕαλος.