ὑαλουργεῖον

ὑαλουργικός

ὑαλουργός
ὑαλουργικός, ή, όν [] qui concerne la fabrication du verre : ἡ ὑαλουργική (s. e. τέχνη) Geop. 20, 7, l’art de fabriquer le verre.
Étym. ὑαλουργός.