ὑϐριστικός

ὑϐριστικῶς

ὑϐριστοδίκαι
ὑϐριστικῶς, adv. avec insolence, arrogance ou violence, Xén. Cyr. 8, 1, 33 ; Plat. Charm. 175d, etc. ||
Cp. -ώτερον, Dém. 610, 1.