ὑδαταίνω

ὑδατεινός

ὑδατηγός
ὑδατεινός, ή, όν [ῠᾰ] c. ὑδάτινος, Hpc. Aër. 283, 289 ; Matr. (Ath. 136c, correct. p. ὑδάτινος).