ὑδατόχλωρος

ὑδατόχολος

ὑδατόχροος
ὑδατό·χολος, ος, ον [ῠᾰ] mélangé d’eau et de bile, Hpc. Epid. 3, 1096 ; cf. 73e, 127a, 136e.
Étym. ὕδ. χολή.