ὑδατοποτέω-ῶ

ὑδατοπότης

ὑδατοπωτέω-ῶ
ὑδατο·πότης, ου () [ῠᾰ] buveur d’eau, Phryn. com. (Ath. 44d).
Étym. ὕδ. πίνω.