ὑδραγωγέω-ῶ

ὑδραγωγία

ὑδραγώγιον
ὑδραγωγία, ας () [ᾰγ]
1 conduite d’eau, Plat. Tim. 77e ||
2 cours d’eau, Arstt. P.A. 3, 5, 9, etc.
Étym. ὑδραγωγός.