Ὑδραμαρδία

ὑδράργυρος

ὑδράρπαξ
ὑδρ·άργυρος, ου () [γῠ] vif-argent, mercure, Th. Lap. 60 ; Diosc. 5, 110.
Étym. ὕδωρ, ἄργυρος.