ὑδρεῖον

ὑδρέλαιον

ὕδρευμα
ὑδρ·έλαιον, ου (τὸ) mélange d’eau et d’huile, Plut. M. 663c ; Diosc. 2, 10 ; Gal. 13, 76.
Étym. ὕδωρ, ἔλαιον.