ὑδροθηρικός

ὑδροκέφαλον

ὑδροκέφαλος
ὑδρο·κέφαλον, ου (τὸ) [] hydropisie à la tête, hydrocéphale, Gal. 2, 394.
Étym. ὕδ. κεφαλή.