ὑδροκήλη

ὑδροκηλικός

ὑδροκιρσοκήλη
ὑδροκηλικός, ή, όν :
1 malade d’une hydrocèle, Gal. 2, 396 ||
2 propre au traitement de l’hydrocèle, P. Eg. 6, 62.
Étym. ὑδροκήλη.