ὑδρομιγής

ὑδρόμφαλον

ὑδρόμφαλος
ὑδρ·όμφαλον, ου (τὸ) [] amas d’humeurs au nombril, Gal. Def. med. 19, 444.
Étym. ὕδ. ὀμφαλός.