ὑδρότης

ὑδροφαντικός

ὑδροφόϐας
ὑδρο·φαντικός, ή, όν, qui concerne la découverte des sources : ἡ ὑδροφαντική (s. e. τέχνη), ou τὰ ὑδροφαντικά, Geop. 2, 6, 1, l’art de découvrir les sources ou les eaux souterraines, Geop. 2, 6, 1.
Étym. ὕδ. φαίνω.