Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὑδρόσπονδα
ὑδροστάσιμος
ὑδροστάτης
ὑδρο·στάσιμος,
ος, ον
[
ᾰῐ
] aux eaux stagnantes,
Diosc.
3, 133
.
Étym.
ὕδ. στάσιμος
.