ὑγροφανής

ὑγρόφθαλμος

ὑγρόφθογγος
ὑγρ·όφθαλμος, ος, ον, à l’œil humide ou sensuel, Arstt. P.A. 2, 2, 8 etc.
Étym. ὑ. ὀφθαλμός.