ὑγρός

ὑγρόσαρκος

ὑγροσκελής
ὑγρό·σαρκος, ος, ον, aux chairs molles, Arstt. H.A. 8, 21, 4 ||
Cp. -ότερος, Arstt. H.A. 4, 11, 12.
Étym. ὑ. σάρξ.