ὑγροτράχηλος

ὑγροτροφικός

ὑγρουσία
ὑγροτροφικός, ή, όν, qui concerne l’élevage des animaux aquatiques, Plat. Pol. 264d.
Étym. *ὑγρότροφος, de ὑ. τρέφω.