υἱοκτόνος

υἱοποιέω-ῶ

υἱοποίητος
υἱο·ποιέω-ῶ, prendre pour fils, Clém. Pæd. 1, 6, 26 ||
Moy. m. sign. Pol. 37, 3, 5 ; DS. 4, 39 et 60, etc.
Étym. υἱός, π.