ὑλακόεις

ὑλακόμωρος

ὑλακτέω-ῶ
ὑλακό·μωρος, ος, ον [ à l’arsis, ] qui ne cesse d’aboyer, Od. 14, 29 ; 16, 4.
Étym. ὑλακή, -μωρός ; pour la formation, cf. ἐγχεσίμωρος, ἰόμωρος.