Ὕλλος

ὑλοϐάτης

Ὑλόϐιοι
ὑλο·ϐάτης, dor. ὑλο·ϐάτας, ου () [ῡᾰᾱ] qui parcourt les forêts, ép. de Pan, Anth. 6, 32.
Étym. ὕλη, βαίνω.