ὑλοκοπέω-ῶ

ὑλοκουρός

ὑλομανέω-ῶ
ὑλο·κουρός, οῦ (ὁ, ἡ) [] qui taille du bois, bûcheron, Lyc. 1111.
Étym. ὕλη, κείρω.