ὑλοφορέω-ῶ

ὑλοφόρος

ὑλοχαρέω-ῶ
ὑλο·φόρος, ος, ον []
1 qui porte du bois, Anth. 9, 335 ||
2 qui produit du bois, boisé, Pol. 3, 55, 9.
Étym. ὕ. φέρω.