ὑληκοίτης

ὕλημα

ὑληματικός
ὕλημα, ατος (τὸ) [] broussailles, taillis, toute plante tenant le milieu entre un arbrisseau (θάμνος) et une herbe (βοτάνη) Th. H.P. 1, 5, 3, etc. ; 4, 2, 11 ; 4, 4, 5 ; Plut. M. 51d, 911e, 917e.
Étym. ὕλη.