ὑμένινος

ὑμένιον

ὑμενοειδής
ὑμένιον, ου (τὸ) [] dim. de ὑμήν, Arstt. H.A. 1, 17, 17 ; 4, 4, 19 ; Clém. Pæd. 2, 10, 109 ; Ruf. p. 113 Matthäi.