ὑμενόπτερος

ὑμενόστρακος

ὑμενόω-ῶ
ὑμεν·όστρακος, ος, ον [ῠᾰ] muni d’une écaille membraneuse, Luc. Lex. 7.
Étym. ὑμήν, ὄστρακον.