ὑοσκυαμάω-ῶ

ὑοσκυάμινος

ὑοσκύαμος
ὑοσκυάμινος, η, ον [ᾰῐ] fait de jusquiame, Diosc. 1, 42.
Étym. ὑοσκύαμος.