ὑπάγνυμι

ὑπαγόρευσις

ὑπαγορευτέον
ὑπαγόρευσις, εως () [ῠᾰ] suggestion, conseil, Jos. A.J. 3, 8, 8 ; 17, 4, 3 ; Clém. 102.
Étym. ὑπαγορεύω.