ὑπαφανίζω

ὑπαφίσταμαι

ὕπαφρος
ὑπ·αφίσταμαι (ao. 2 ὑπαπέστην, etc.) [ῠᾰ] s’éloigner peu à peu, Thalès (DL. 1, 44) ; Ant. 128, 9 ; El. N.A. 2, 25.