ὕπαφρος

ὑπάφρων

ὑπάφωνος
ὑπ·άφρων, gén. ονος (ὁ, ἡ) simple, naïf, Hdt. 4, 95, au cp. -ονέστερος.
Étym. ὑ. ἄφρων.