ὑπεκχώρησις

ὑπεκχωρητικός

ὑπελαύνω
ὑπεκχωρητικός, ή, όν, qui fait évacuer par le bas, laxatif, Hpc. 420, 52 ; 421, 3.
Étym. ὑπεκχωρέω.