ὑπέρα

ὑπεραϐέλτερος

ὑπεραγάζομαι
ὑπερ·αϐέλτερος, ος ou α, ον [] sot à l’excès, Dém. 1178 fin ; Arstt. H.A. 5, 19 ||
E Fém. -α, Lib. 4, 143.