ὑπεράνθρωπος

ὑπερανίσταμαι

ὑπερανίσχω
ὑπερ·ανίσταμαι (seul. ao. 2 ὑπερανέστην et pf. ὑπερανέστηκα) [] s’élever au-dessus, dominer, DH. 3, 68 ; Luc. Ic. 12 ; ὑπ. τινος, DH. 1, 15 ; 9, 68, s’élever au-dessus de qqe ch. ; fig. Philstr. 730.