ὑπεραπατάω-ῶ

ὑπεραπλόομαι-οῦμαι

ὑπεραποδίδωμι
ὑπερ·απλόομαι-οῦμαι, se déployer ou se répandre sur, gén. Procl. Inst. theol. p. 138, 302 Cr. ; Jambl. Myst. 7, 2.