ὑπερασθμαίνω

ὑπέρασθμος

Ὑπεράσιος
ὑπέρ·ασθμος, ος, ον, tout haletant, Xén. Cyn. 10, 20 ; Syn. p. 303.
Étym. ὑ. ἆσθμα.